ξελασκάρισμα

ξελασκάρισμα
το
[ξελασκάρω] το αποτέλεσμα τού ξελασκάρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγάνεμα — το [αγανεύω] χαλάρωση, ξελασκάρισμα …   Dictionary of Greek

  • εκτόνωση — η 1. χαλάρωση της έντασης, ξετέντωμα, ξελασκάρισμα. 2. (μηχ.), απότομη ελάττωση της πίεσης αερίου, που γίνεται με την αύξηση του όγκου του. 3. (φυσ.), η αύξηση του όγκου αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στην ελάττωση της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”